-
1 παρέστιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέστιος
См. также в других словарях:
παρέστιος — α, ο / παρέστιος, ον ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek